-
1 φελλός
φελλός, ὁ, 1) die Korkeiche, bes. die Rinde derselben, der Kork, zuerst bei Pind., φελλὸς ὥς P. 2, 80; φελλοὶ δ' ἃς ἄγο υσι δίκτυον Aesch. Ch. 499; Plat. Polit. 288 e. – 2) macedon. statt λίϑος, der Stein, auch φελός, φέλα, φέλλα, u. ohne Aspiration πέλα, πέλλα. – Vgl. φελλεύς, φελλίον, φελλῖτις.
-
2 φελλός
-
3 πολύ-φελλος
πολύ-φελλος, v. l. für πολύσφελμος.
-
4 πέλα
-
5 φελός
-
6 φέλλα
-
7 ἀπ-αγγελτήρ
ἀπ-αγγελτήρ, ῆρος, ὁ, Verkündiger, κύρτου φελλός Philp. 22 (VI, 5).
-
8 ἀ-βάπτιστος
ἀ-βάπτιστος, 1) nicht unterzutauchen, Pind. P. 2, 36 φέλλος ὣς ἀβ. ἅλμης; so vom Kork, Archi. 10 (VI, 192) neben ἀπερίτρεπτος, Plat. sol. an. 35 (p. 266). – Aber Plut. Symp. 6 prooem. σῶμα ἀβ. καὶ ἐλαφρόν, von Getränken unbenommen. – 2) ungetauft, K.S.
-
9 ἐγ-καττύω
ἐγ-καττύω, in die Schuhfehle einnähen; Alexis Ath. XIII, 568 b φελλὸς ἐν ταῖς βαυκίσιν ἐγκεκάττυται.
-
10 ἕρκος
ἕρκος, τό (ἔργω, εἴργω), 1) Einschluß, Einfriedigung, Umhägung, Zaun, πᾶν, ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον ἕρκος εἰκὸς ὀνομάζειν Plat. Soph. 220 c; so bei Hom. Zaun um einen Garten, Od. 7, 112, ἀλωάων Il. 5, 89; ἀλωῆς H. h. M, rc. 188; Mosch. 4, 3; um den Hof der Wohnung, Od. 21, 238; übh. der Hof, Gehöft, λίπε δ' ἕρκεά τε μέγαρόν τε Od. 16, 341; πλῆντο δ' ἄρ' αἴϑουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶι 8, 57; ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις Pind. N. 10, 36; oft bei Hom. ἕρκος ὀδόντων, bes. in der Vrbdg ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, welch ein Wort entfloh dir über die Umzäunung der Zähne, entfuhr dir; ἐπεὶ ἄρ κεν (ψυχὴ) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Il. 9, 409; καὶ πρῶτον (φάρμακον) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Od. 10, 328; nicht an die Lippen zu denken, sondern an die Zähne selbst, die sehr natürlich als eine Pfahlreihe, eine Art Umhägung der Zunge angesehen werden können; so sagt Solon. frg. 1 παῖς ἕρκος ὀδόντων φύσας; Nic. Th. 548 τὸ μὲν ἕρκεϊ ϑρύψεν ὀδόντων ϑηλάζων; Opp. Hal. 1, 506 γένυές τε καὶ ἔνδοϑε κάρχαρον ἕρκος. – Bei Soph. Tr. 604 ist ἕρκος ἱερόν das Gehege um den Altar; ἑρκέων ἐγκεκλῃμένους, in des Lagers Wall eingeschlossen, Ai. 1253; σφραγῖδος ἕρκει, der Verschluß des Siegels, Tr. 612. – Der Schutz, die Schutzwehr, Schutzmauer, vom Schilde, ἕρκος ἀκόντων Il. 15, 496, vgl. 5, 315; φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ 15, 566; Hes. Th. 726; übertr., von Männern, z. B. Achilles, ὃς μέγα πᾶσιν ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο Il. 1, 383, ein Schutz in dem Kriege, vgl. 6, 5; ἀγωνίας δ', ἕρκος οἷον, σϑένος Pind. P. 5, 113; ἀ νδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές Aesch. Pers. 341, vgl. 17 Ag. 248; π οῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεϑα Eur. Heracl. 441; συνεφόρησαν τὰ ὅπλα ἕρκος εἶναί σφι Her. 9, 99. – 2) das Netz, die Schlinge, das Garn zum Fangen der Vögel, Od. 22, 469; Ar. Av. 528 πᾶς τις ἐφ' ὑμῖν ὀρνιϑευτὴς ἵστησι βρόχους, παγίδας, ῥάβδους, ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα; zum Fangen des Wildes, Pind. N. 3, 49 κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ δολίων ἑρκέων, u. der Fische, ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ἃς ὑπὲρ ἕρκος, ἅλμας P. 2, 80; übertr., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν Aesch. Ag. 1593; τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται Eur. Med. 986; El. 155; von listigen Anschlägen, χρυσοδέτοις ἕρκεσι κρυφϑέντα γυναικῶν Soph. El. 836, mit Hindeutung auf das goldene Halsband, um welches Eriphyle ihren Gatten verrieth.
См. также в других словарях:
φελλός — cork oak masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
φελλός — ο 1. σπογγώδης φυτικός ιστός, ελαφρός, ελαστικός και αδιάβροχος, που αποτελεί το εξωτερικό στρώμα του φλοιού ορισμένων δέντρων. 2. κομμάτι από αυτή την ύλη ή είδος κατασκευασμένο από αυτή: Tο μπουκάλι κλείνει με φελλό. 3. πώμα, τάπα μπουκαλιού ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάτω Φελλός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 43 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
φελλοῖς — φελλός cork oak masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλοί — φελλός cork oak masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλοῦ — φελλός cork oak masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλούς — φελλός cork oak masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλῶν — φελλός cork oak masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλῷ — φελλός cork oak masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλόν — φελλός cork oak masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)